WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hard boiled adj (egg: cooked until firm) (αυγό)σφιχτός επίθ
 How do you prefer your eggs - hard boiled or soft?
hard boiled,
hard-boiled
adj
figurative (person: tough)σκληροτράχηλος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The main character is a hard-boiled private detective.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
hard-boiled egg n (egg boiled until yolk is firm)σφιχτό βραστό αυγό, σφιχτό βραστό αβγό φρ ως ουσ ουδ
  σφιχτό αυγό, σφιχτό αβγό επίθ + ουσ ουδ
 Hard-boiled eggs are frequently required for slicing and adding to salad dishes.
 Τα σφιχτά βραστά αυγά συχνά κόβονται και χρησιμοποιούνται σε σαλάτες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hard boiled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hard boiled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!